...Να μπω σε όλα τα εμπορικά, στα γραφεία, στα λεωφορεία, σε όλα τα σπίτια, στα καφενεία και στα κομμωτήρια. Να δω πώς ζουν οι άνθρωποι. Πώς ψήνουν καφέ, πώς πιάνουν το κουταλάκι να βάλουν ζάχαρη, πώς χτενίζονται, πώς κοιτούν στον καθρέφτη, πώς ξαπλώνουν, πώς κοιμούνται, πώς γελούν. Ναι, να τους δω να κλαίνε, όσοι απόμειναν να κλαίνε. Πώς δέρνονται και πώς χαϊδεύονται. Να δω, επιτέλους, τι την κάνουν τη ζωή που τους δόθηκε. Το θάνατο τι τον κάνουν; Κι αυτό δεν είναι περιέργεια. Είναι η αφόρητη δίψα να καταλάβω τη ζωή, τους ανθρώπους, εμένα. Όλο αυτό που έχω μέσα μου. Αυτό που μασκαρεύεται στις γενικές συναναστροφές, ντύνεται, μακιγιάρεται και υποδύεται.
Γυμνούς θέλω να δω όλους τους ανθρώπους του πλανήτη. Και να με δουν κι αυτοί. Να μπω στα χειρουργεία την ώρα των επεμβάσεων. Να δω τα σπλάχνα τους. Πόσο διαφέρουν τα σπλάχνα από άνθρωπο σε άνθρωπο θέλω να δω. Πόσο διαφέρει το αίμα. Τι χρώμα έχει το αίμα του καθενός μας. Πώς εκφράζεται και τι ζωγραφίζει...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]