Άλλοτε ήτανε οι δύο εποχές του χρόνου συνυφασμένες με τη βροχερή περίοδο του νησιού και την καλοκαιρία, πράγμα που - για τον αγρότη τουλάχιστον - σήμαινε σπορά, θέρος, συγκομιδή, χαρούπια, λιομάζωμα..., και πάλι ο ίδιος κύκλος. Σήμερα όμως "Οι δύο εποχές" γινήκανε ταυτόσημες με όσους έρχονται και ξαναφεύγουν, έρχονται - φεύγουν, πάνε κι έρχονται, έρχονται και πάνε, επάνω - κάτω, σαν την παλίρροια, πίσω - μπρος, σαν την άμποτη και την πλημμυρίδα...
Τότες δεν είχαμε μηχανές σκαφτικές και τραχτέρια... ούτε ωζά δεν είχαμε να οργώσουμε τους αγρούς. Πώς να ζήσουμε; Απ` τα χαρούπια και πικρές ελιές, που σαπίζανε προτού φτάσουνε στο λιοτρίβι;
Έπρεπε να καλλιεργηθεί η γης. Έπρεπε να γκαστρωθεί η γης με το ξυλάλετρο για να καρπίσει. Κι αφού ωζά γι` αυτό το σκοπό δεν είχαμε, ζευότανε σ` αλέτρι ο μακαρίτης ο γέρος, και μεις - ο συγχωρεμένος μπάρμπας σου και γω - τότες κοπέλια ανήλικα χωρίς μητέρα, κοπέλια ξεζάρκωτα και ξυπόλυτα ανάμεσα στις πέτρες και στ` αγκάθια, βαστάγαμε από τις δυο μεριές το υνί καρφωμένο στο χωμα. [...]