...και η χλόη πάλι χλωρή, σπασμός στη γυμνή πατούσα, χάδι που σε οδηγεί, αναδεύοντας φύλλα στη μεθυσμένη πεδιάδα. Ύστερα άρχιζε το χώμα να ανηφορίζει προς τους λόφους, να μαλακώνει. Μαζί ανέβαιναν και οι ελιές σπαρμένες από την πρώτη μέρα. Στις κορυφές το χώμα σκλήρυνε, πέτρωσε, άλως από καστανόχωμα, παιχνίδια στο διάσελο, ξεχασμένα από το καλοκαίρι. Και οι κοιλάδες να ανοίγονται, αποζητώντας τους ασπασμούς. Τα φιλιά. Τα φιλιά μέχρι τα απόκρημνα βράχια. Παράλληλα να σκαρφαλώνουν και οι ελιές μέχρι το πηγάδι. Το φιλιατρό, φαρδύ χαμόγελο, ανασηκωμένο κεραμίδι, κόκκινος πηλός που φτιάχουν το αίμα, τα κόκκινα πτηνά και τις σφυρίχτρες που πετάνε. Πίσω ο όρθιος βράχος και οι χωμάτινες πτυχές, ευθυτενείς, να προστατεύουν από τον αέρα, σα βλέφαρα, τις μαύρες λίμνες. Τα νερά πότιζαν το δάσος και κέρδιζαν τα σύννεφα. Το δάσος κόκκινο τη μέρα, ένα κόκκινο αδιάθετο, και τη νύχτα αδιαπέραστο κατράμι. Μόνον οι φτερούγες των φιλιών θα σε περάσουν στην άλλη άκρη. Να καταποντιστεί το βλέμμα, στη θάλασσα, στο αρυτίδωτο φως και κάτω στις σπηλιές με τα μεσάνυχτα νερά και τις πηγές. [...]