Ο συγγραφέας πραγματεύεται την έννοια του ρυθμού και της αρμονίας του Ελληνικού λόγου (αρχαίου και νεότερου) εξ επόψεως κριτηρίων των Ελλήνων λογίων. Ο μεν ρυθμός ορίζεται από τη συμμετρικότητα των συλλαβών (μακρών και βραχέων για τους αρχαίους), η δε αρμονία από τη συμμετρικότητα των οξυτονούμενων κατά την εκφώνηση συλλαβών. Στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή - Νεοελληνική Γραμματεία διατηρήθηκε η αντίληψη παρά την απώλεια του χρόνου (μακρού, βραχέος) των συλλαβών. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά συνιστούν τη μουσικότητα του λόγου, προσδίδουν σ’ αυτόν κάλλος και προκαλούν ηδύτητα και ασκούν ψυχοπαιδαγωγική επίδραση, διότι «καταδυόμενα εις το εντός της ψυχής φέρουσι την ευσχημοσύνην». Είναι δε αναγκαία για να θεωρηθεί ένα κείμενο λογοτεχνικό.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]