"Δεν μπορεί να σηκώσει τη σημαία μια Αλβανίδα..." ήταν τα λόγια του δασκάλου όταν πέτυχα τον πρώτο μου στόχο, όταν αρίστευσα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα τον ρατσισμό να με πολεμάει με λύσσα. Και ήμουν τόσο μικρή...
Τότε, δεν χωρούσα πουθενά. Παντού περίσσευα. Στην ερώτηση "λαιμητόμο" "από πού είσαι Ραφαέλα;" ως παιδί απαντούσα: από την Ελλάδα και την Αλβανία και ως έφηβη, με ένα μεγαλοπρεπέστατο ψέμα.
Με λένε Ραφαέλα Τσούλα. Γεννήθηκα όταν η μητέρα μου περνούσε τα σύνορα και κουβαλάω δύο αμαρτήματα. Το επώνυμό μου και την αλβανική καταγωγή μου. Και τα δύο μου μαύρισαν τη ζωή, την έκαναν κόλαση. Τολμούσα όμως να κάνω όνειρα και να κοιτάζω ψηλά στον ουρανό. Τραβούσα μπροστά με φόρα κι όλο έσπαγα τα μούτρα μου. Πονούσα, έκλαιγα, σιχαινόμουν τα πάντα, τον ίδιο μου τον εαυτό, το όνομά μου, το αίμα που κυλούσε στις φλέβες μου. Για να αντέξω κλείστηκα στο καβούκι μου κι έγινα σκληρή σαν στρείδι. Ξέχασα όμως την ψυχή μου αμαντάλωτη και, μπούκαρε όποιος γούσταρε, τη ρήμαζε και τη λεηλατούσε. Μόνο όταν έπιασα πάτο κατάλαβα ότι δεν πάει παρακάτω. Και επαναπροσδιόρισα τους στόχους μου. Έτσι, ο πάτος λειτούργησε για μένα σαν τραμπολίνο. Έτσι, μπόρεσα να ξεπατώσω το χτικιό από τα σωθικά μου και να το πετάξω στον πάτο του πηγαδιού. Μπόρεσα να ξεπεράσω τον εαυτό μου. Μπόρεσα να συγχωρέσω το βιαστή μου...
Έπεφτα, κατρακυλούσα και σηκωνόμουν, ξανά και ξανά μέχρι που βρήκα τη δύναμη να σταθώ στα πόδια μου, να κάνω όνειρα, πολλά, τρελά, ν` ανεβάσω τον πήχη. Και τότε, ένα απίστευτο άλμα που έκανα στο επί κοντώ με εκτίναξε κυριολεκτικά στα ύψη. Επιτέλους ρούφηξα μικρές δόσεις χαράς, ευτυχίας και παραλήρησα. Νόμιζα ότι ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη, μα ήταν άλλη μία πλάνη, γιατί την πραγματική υπέρβαση την κάνει μόνο ο έρωτας...
Με λένε Ραφαέλα Τσούλα και τώρα πια ξέρω πως Έλληνας και γεννιέσαι και γίνεσαι.
Η είσοδος Αλβανών στην Ελλάδα. Το χρονικό, τα κουμάντα, η παράνομη πραμάτεια που εισάγεται με "καραβάνια", η σκληρή διαβίωση, η αναζήτηση υποβαθμισμένης, "μαύρης" εργασίας, η υγιής αντιμετώπιση αρκετών ντόπιων, οι εσωτερικές συγκρούσεις μιας ανήλικης που θεωρείται αλλοδαπή, αλλά μεγάλωσε στην Ελλάδα, η εμπλοκή της με τον πρωταθλητισμό, το ντοπάρισμα, οι παγίδες της ένταξης πλάι στο όνειρο εθνικής υπερηφάνειας, οι αναστολές προέλευσης, οι έρωτές της.
Φόρος τιμής στους μετανάστες πρώτης, δεύτερης, ακόμα και τρίτης γενιάς της ελληνικής επικράτειας, στον απόηχο Αλβανών πρωταθλητών-εθνικών συμβόλων, σε μία εποχή νέου νόμου περί ελληνικής ιθαγένειας, στα τωρινά χρόνια, όπου σφίγγει ο κλοιός για όλους, πόσο μάλλον για μετανάστες, όπου το ελληνικό σύστημα παιδείας παραπαίει από χίλιες μπάντες, όπου οι ευκαιρίες για τους νέους λιγοστεύουν δραματικά, όπου οι ίδιοι οι Έλληνες, μπροστά στη λαίλαπα μέτρων υποτίμησης της ζωής τους, εξωθούνται εν τέλει σε μετανάστευση, όπως παλιά.
Ανάγνωσμα μεταναστευτικής πραγματικότητας, ωφέλιμο ιδίως για τους νεότερους. Υπεύθυνη ματιά μιας νέας συγγραφέως. Θα το διαβάσετε απνευστί.