(. . .) Το πυξάρι βγάζει κάτι άνθη μικρά και πρασινωπά. Το ξύλο του έχει χρώμα κίτρινο λεμονί, είναι σκληρό και λουστράρεται με φινέτσα, τα βιολιά από πυξάρι ηχούν καλύτερα απ’ όλα τ’ άλλα, είναι μια απόλαυση να τ’ ακούς κι ακόμα κι άγριοι γλάροι σωπαίνουν μαγεμένοι για να απολαύσουν τον ήχο τους (. . .) Αμαρτωλοί, λυκάνθρωποι, αλιείς σαρδελών και φαλαινοθήρες, παπάδες, μάγισσες, κωφάλαλοι, αυτόχειρες, μοιρολογίστρες, θεραπεύτριες, μοιχοί, σειρήνες, παρθενομάρτυρες αποτελούν το μωσαϊκό της κοινωνίας στην Ακτή του Θανάτου. Το βίο και την πολιτεία τους συνοδεύουν ναυάγια, αγνοούμενοι και πνιγμένοι, η καταστροφική δύναμη της θάλασσας. Αυτό που επιζητούν είναι μια ζωή διαφορετική, μια ζωή μακριά από τη θάλασσα, μια ζωή σε ένα σπίτι φανταστικό, σ’ ένα σπίτι από πυξάρι. Ένα αριστουργηματικό βιβλίο, η κορύφωση της λυρικής πεζογραφίας του νομπελίστα συγγραφέα, ποτισμένο στη λαγνεία, το χιούμορ και τον έρωτα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]