Θέλεις να πάμε ένα ταξίδι; Ένα ταξίδι στην αρχαία Αθήνα.
Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να γυρίσουμε τον χρόνο κάπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στο έτος 432 π. Χ. Έτσι θα φτάσουμε στην Αθήνα του Περικλή.
Τέσσερα πλοία μας περιμένουν. Ένα υπερωκεάνιο, ένα μπρίκι του 1821, ένας Βυζαντινός δρόμωνας και ένα εμπορικό πλοίο των Κλασικών χρόνων. Μπορείς να τα ξεχωρίσεις; Τότε με ποια σειρά πρέπει να τα πάρουμε για να πάμε από το `σήμερα` στο `χτες`; Είμαστε έτοιμοι; Ξεκινάμε. Καλό μας ταξίδι![. . .]
Από το καράβι μας, ένα καλοτάξιδο, πλατύ, βαρύ και αργοκίνητο πλοίο - φαντάσου το να διασχίζει τα νερά με τα φουσκωμένα πανιά του -, αντικρίζουμε ένα πρωινό του 432 π. Χ. τα βουνά της Αττικής.
Η δική μας ολκάς (έτσι λέγονται τα πλοία αυτής της εποχής που μεταφέρουν εμπορεύματα και επιβάτες) είναι φορτωμένη με αμφορείς από τη Χίο, γεμάτους κρασί και λάδι. Στο αμπάρι έχουν βάλει μυλόπετρες για σαβούρα. Σε λίγο ξεχωρίζουμε τα τρία λιμάνια του Πειραιά: τη Μουνιχία (το σημερινό Μικρολίμανο) τη Ζέα (το Πασαλιμάνι) και τον Κάνθαρο. Ο καπετάνιος μας λέει ότι θα ξεμπαρκάρουμε στο μεγαλύτερο από τα τρία, τον Κάνθαρο, το σημερινό λιμάνι του Πειραιά.
Πλησιάζοντας βλέπουμε να υψώνονται μπροστά μας τετράγωνοι πύργοι. `Τη νύχτα`, εξηγεί ο καπετάνιος, `ανάβουμε φωτιές πάνω σ` αυτούς τους πύργους. Έτσι δεν κινδυνεύουν τα πλοία που μπαίνουν στο λιμάνι`. Κι εμείς σκεπτόμαστε τους σημερινούς φάρους. Ο καπετάνιος συνεχίζει: `Σε καιρό πολέμου η είσοδος του λιμανιού φράζει με αλυσίδες. Και πάνω στα ψηλά τείχη που κλείνουν το λιμάνι και την πόλη αγρυπνούν φρουροί`. Είμαστε πια μέσα στο λιμάνι και οι ναύτες με σβέλτες κινήσεις αρχίζουν να μαζεύουν τα πανιά προετοιμάζοντας το άραγμα του πλοίου. [ . . .]