...Σε λίγο είδαμε πολλούς Τούρκους να φθάνουν στο χωριό μας και να μας περικυκλώνουν. Ήταν Τούρκοι στρατιώτες και χωροφύλακες, και, όπως μάθαμε αργότερα, μαζί τους ήταν και Γερμανοί αξιωματικοί.
Ένας τελάλης φώναζε το άσχημο μήνυμα. Όλοι οι άνδρες από 15 ως 60 ετών, θα έπρεπε την άλλη ημέρα πολύ πρωί να μαζευτούν στη μέση του χωριού. Ο καθένας μπορούσε να έχει μαζί του και ένα μικρό μπογαλάκι, διότι δήθεν θα πήγαιναν για μερικές ημέρες να βοηθήσουν τους Τούρκους σε διάφορα έργα.
...Στην πραγματικότητα στο χωριό μας μέχρι εκείνο τον καιρό δεν γνωρίζαμε τι είναι τα `Τάγματα Εργασίας`. Αργότερα τα ονόμασαν και `Τάγματα Θανάτου`, διότι κανείς δεν γύριζε ζωντανός πίσω.
...Σιγά σιγά άρχισαν να απομακρύνονται από το χωριό μας όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι, οι περισσότεροι προστάτες οικογενειών, με σπρωξίματα και τον βούρδουλα στο χέρι των βάναυσων Τούρκων.
...Κανένας συγχωριανός μας δεν είχε επιστρέψει από τότε που είχαν φύγει με τα `Τάγματα Εργασίας`. Το χωριό μας ερημώθηκε και σιγά σιγά ήλθε ο μαρασμός. Μόνον γυναικόπαιδα, γριές και γέροι είχαν απομείνει μέσα στο χωριό μας. Ό,τι υπήρχε εκεί πολύτιμο ή όχι, έγινε βορά, προτού ακόμη καλά καλά ξεκινήσουν οι εξόριστοι, από τους άπληστους Τούρκους. Δεν άφησαν ούτε και μια πέτρα ή πάσαλο άθικτο. Κατέστρεψαν τα νεκροταφεία μας, έκαψαν τις εκκλησίες μας και γενικά, ό,τι τους θύμιζε Χριστιανικό και Ελληνικό.
Πολλές φορές χτυπούσαν τα κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονέων και των συγγενών τους, αλλά και πολλά από αυτά τα ατίμαζαν μπροστά σε όλους και μετά τα εγκατέλειπαν σε κακά χάλια. Είδαμε μικρά κορίτσια να πέφτουν εθελουσίως στα φαράγγια του Πόντου και να πεθαίνουν από τη μεγάλη ντροπή, γιατί δεν μπορούσαν να υποφέρουν την ατίμωση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]