Τι λόγο έχουν οι καλλιτέχνες, οι πιο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι άνθρωποι της κοινωνίας, άνθρωποι που ζουν «σαν τα κρίνα του αγρού», να συναθροίζονται, να οργανώνονται και να καταπιάνονται με θεωρητικές συζητήσεις; «Καλλιτέχνη, μη μιλάς. Δημιούργησε!» Τα λόγια αυτά τα έχουμε ακούσει συχνά από ανθρώπους που δήλωναν αρμόδιοι να μιλούν, να σκέφτονται και να ενεργούν για λογαριασμό μας: πολιτικούς, διανοούμενους, βιομηχάνους, καθηγητές, τεχνοκρίτες και άλλους. Και πάντα μας πρόδιδαν. Δημιουργώ, σκέφτομαι και μιλώ. Αλλά οι σκέψεις δεν βγαίνουν από το στόμα. Ολόκληρο το κορμί του ανθρώπου σκέφτεται, ολόκληρο το σώμα του μιλάει. Μιλάμε με τις χειρονομίες και με τη γλώσσα και, όπως ακριβώς ο χορευτής ή ο μουσικός, έτσι και ο ζωγράφος μιλάει με χειρονομίες που αποτυπώνει σε ένα υλικό ανεξάρτητο από τον εαυτό του. Αυτήν ακριβώς τη μετάδοση της χειρονομίας ονομάζουμε εικαστική δημιουργία. Ο καλλιτέχνης της δικής μας γλώσσας μπορεί να εκφραστεί ως εξής: «Δεν ψάχνω, δεν βρίσκω. Δημιουργώ». Η εξήγηση αυτή υποδηλώνει ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει ανάγκη να εκφραστεί σε γλώσσα άλλη από τη γλώσσα της τέχνης του. Δείχνει, ακόμα, ότι κάθε θεωρητική απόπειρα τη θεωρεί χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Ο λόγος, για τον οποίον ο καλλιτέχνης υποχρεώνεται σήμερα να πάρει το λόγο, δεν είναι ότι το κοινό απαιτεί μία λογοτεχνική ερμηνεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά ότι το κοινό εισπράττει πάντα εσφαλμένες ερμηνείες της. Οι τεχνοκρίτες, που ισχυρίζονται πως η ζωγραφική δεν μπορεί να ερμηνευτεί με μουσικούς όρους, δε δείχνουν να έχουν πρόβλημα που ερμηνεύουν τη μουσική και τη ζωγραφική με φιλολογικούς όρους. Η κριτική δικαιολογεί την ύπαρξή της με το ότι υπάρχει. Καταγγέλλουμε τον παραλογισμό αυτό, όχι για να σταματήσουμε την κριτική της τέχνης, ούτε για να πάρουμε τη θέση της, αλλά για να προφυλαχτούμε από ορισμένες πρακτικές, που προκαλούν σύγχυση, και για να χαράξουμε το δρόμο μας πάνω σε μία πιο ακριβή και χρήσιμη βάση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]