`Και όλο αυτό το διάστημα σιγοψήνονταν εκεί αργά, αργά και σταθερά, οι άνθρωποι του τρίτου καμινιού. Και το άφησαν να κρυώσει οι θεοί, να κρυώσει με την ησυχία του, και το άνοιξαν πολύ προσεκτικά: Ωωω! Και όταν το άνοιξαν έβγαλαν από μέσα του απαλά και τρυφερά τους ωραιότερους ανθρώπους. Ποιους; Χάιι! Το ξέρετε, το ξέρω, να το πούμε! Ααα! Εμάς, εμάς! Τους χρυσοκάστανους Μπαλινέζους, με τα ματάκια τα λοξά και τα μαύρα τα μαλλάκια. Τους γνήσιους `οράνγκ`, τους καλύτερους ανθρώπους! Ουουου, ναι, ναι, ναι!`
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]