...Βαρέθηκα. Τ` ακούς εσύ εκεί στο πρεβάζι; Βαρέθηκα σού λέω. Τι με κοιτάς με μάτια μισόκλειστα; Ξέρεις πόσες ώρες την περνάς κολλητά στο τζάμι; Λες κι είσαι αυτοκόλλητο. Ούτε την ουρά σου δεν κουνάς, δεν βαρέθηκες; Κουνήσου λίγο. Έτσι για πλάκα. Εσύ όμως πού! Μόνο αν έπιανε βροχή θα τίναζες την πρώτη σταγόνα από το `να σου αυτί, τη δεύτερη από το άλλο και... μπραφ! Θα το `σκαγες... το τέλειο πού να το βρεις; Τρεις φορές είπα να το πιάσω. Τρεις! Με πρόλαβε όμως και τις τρεις! Γέμισε η γειτονιά σειρήνες και ασθενοφόρα. Κι έτσι, πρέπει να περιμένω τα 35 μου. Έχω ελπίδες πριν τα καβαντζάρω, λέω εγώ. Έτσι και τα καβαντζάρω γλίτωσα, λένε οι άλλοι. Δηλαδή θα ζήσω. Θα ζήσω εδώ, σε τούτο το καρότσι, αιωνίως, εσαεί, παντοτινά, διά βίου -ποιου βίου;- εις τον αιώνα, εις το λεπτόν, εις τη στιγμή, για πάντα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]