Ένα μυθιστόρημα που μπαίνει μέσα στον ερωτισμό των παιδιών, εκείνον τον διφορούμενο, αλλά αθώο, των παιχνιδιών μακριά από τους μεγάλους, και εκείνον τον βεβηλωμένο από τα μάτια των ενηλίκων, με μια τρυφερότητα όμως και μια αίσθηση του μέτρου, χωρίς λογοτεχνικό προηγούμενο.
Ένα κοριτσάκι δέκα χρονών, με γαλάζια φόρμα και κόκκινα μποτάκια, μπροστά σε μια θάλασσα από σιτάρι. Είναι η Μαρτίνα, που δεν κάνει ερωτήσεις, που προσπαθεί να καταλάβει μόνο με τα μάτια. Μέσα από το βλέμμα της, που βλέπει τον κόσμο με τον αφοσιωμένο και λίγο σαστισμένο θαυμασμό των μεγάλων σοφών, ο αναγνώστης μπαίνει στην τέλεια αφήγηση ενός μυστηρίου.
Προς το τέλος της σχολικής χρονιάς στο σύντομο αλλά ταυτόχρονα ατέλειωτο χρονικό διάστημα ενός καλοκαιριού, ανάμεσα στους κίτρινους και πράσινους αγρούς του Γκραναρόλο της επαρχίας Εμίλια, μακριά από το βλέμμα των μεγάλων, μια ομάδα παιδιών επιδίδεται σε απαγορευμένα παιχνίδια όλο και πιο ακραία. Το καλό και το κακό, η χαρά, ο πόνος κι η λύπη, καμιά φορά κι η φρίκη, απλά υπάρχουν. Μέσα από την οπτική γωνία της Μαρτίνας, του Ματέο, του Λούκα και του Μίρκο, του μεγαλύτερου απ` όλους, στα δεκαπέντε του, του αρχηγού της ομάδας. Είναι το εξαιρετικής ωριμότητας ντεμπούτο μιας συγγραφέως, που ακολουθεί τα ίχνη της Marguerite Duras και του Ian McEwan, που ξέρει να αφηγηθεί από μέσα τον κόσμο των παιδιών, που βρίσκονται κοντά στην εφηβεία ανάμεσα στην αθωότητα και τη διαφθορά, ανάμεσα σε παιχνίδια, μυρωδιές, κοινοτυπίες κι ανέμελες βεβαιότητες του παρελθόντος, το acid rock των Soundgarden και την ανακάλυψη του σεξ, του σώματος και του πόσο είναι αναπόφευκτο και τρομακτικό να αναπτύσσεσαι.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]