Το εγχείρημα στο οποίο αποδύεται η Στέση Αθήνη στην ανά χείρας εργασία της είναι ιδιαίτερα φιλόδοξο αλλά και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Στις σελίδες που ακολουθούν ο αναγνώστης θα συναντήσει ένα περιεκτικό πανόραμα της αφηγηματικής πεζογραφίας στην ελληνική γλώσσα που διατρέχει τον `μακρό` δέκατο όγδοο αιώνα. Μας εντυπωσιάζει η ποικιλομορφία των ειδών, το εύρος του διαλόγου με την παρακαταθήκη του ελληνικού λόγου και οι συναντήσεις με τις εκφραστικές παραδόσεις της Δύσεως αλλά και της Ανατολής που συνθέτουν το περίγραμμα αυτής της ανασκόπησης. Παρακολουθούμε την εμφάνιση της έντεχνης πεζογραφίας του νέου ελληνισμού δια της μελέτης του θέματος σε τρία επίπεδα: στο επίπεδο απογραφής και συνδετικής παρουσίασης του διαθέσιμου υλικού το οποίο απαρτίζει το corpus της ελληνικής πεζογραφίας κατά την υπό εξέταση περίοδο (1700-1830)· στο επίπεδο των αισθητικών και θεωρητικών αντιλήψεων που διαμόρφωσαν τη σχετική παραγωγή και στο επίπεδο του διαλόγου με τις ξένες γραμματείες, ιδίως σε σχέση με τη λειτουργία της μετάφρασης ως αποφασιστικού μηχανισμού διαμόρφωσης της εκφοράς του έντεχνου νεοελληνικού λόγου. Εικονογραφεί το έργο της Στέσης Αθήνη με συγκεκριμένο τρόπο και με συστηματική αναστροφή με το πρωτογενές υλικό το ευρύ φαινόμενο των πολιτισμικών μεταφορών από τις οποίες πηγάζει στο σύνολο του ο πνευματικός πολιτισμός της νεότερης Ευρώπης. Η ελληνική περίπτω-ση, η οποία ανατέμνεται στην παρούσα μονογραφία, συνιστά ψηφίδα αυτής της ευρύτερης εικόνας.
Στο έργο αυτό η συγγραφέας προβαίνει όχι μόνο με τη στερεή και εξαντλητική γνώση των πηγών που είναι εμφανής σε κάθε σελίδα της εργασίας της, αλλά και συνομιλώντας με άνεση αλλά ευτυχώς χωρίς υπερβολές με τις σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις του θέματος προσθέτοντας στις σχετικές συζητήσεις μια ευπρόσδεκτη ελληνική διάσταση. [. . .]