1878-1917 Κύπρος, Αθήνα, Θεσσαλία, Ήπειρος...
Ένας άντρας πορεύεται με βάση τη θεωρία του:
Όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος.
Τον έζωσε το άστραμμα του θανάτου. Καπνοί, κασμάδες, φτυάρια, ζεμπίλια, δεμάτια μπαμπάκι και τόνοι χώματος υψώθηκαν ωσάν τεράστιος ανθός της ροδιάς. "Θε μου!" πρόλαβε να πει κι ομοίαζε όπως έπεφτε ν` απλώνει τα χέρια, θαρρείς και καρτερούσε τον Θεό να τον αρπάξει και να τον απιθώσει παράμερα, απείραχτο κι ολόσωστο.
Έμπηξε τα δάχτυλα στον σωλήνα και τράβηξε κάμποσα κιτρινισμένα χαρτιά. Ξέστριψε μια κόλλα και πάσχισε να τη διαβάσει. Ανήμπορος να μετρηθεί με τις αράδες της αναρωτιόταν: Πόσο καιρό να βρίσκονταν κει μέσα; Τι να έγραφαν;
Πήρε να της βγάζει ένα ένα τα ρούχα ωσότου έμεινε ολόγυμνη ομπρός του. Θαρρείς κι ο αφρός της θάλασσας ορθώθηκε και σχημάτισε τ` ολόλευκο κορμί της. "Αφροδίτη!" αναφώνησε και... γίνηκε πυροτέχνημα στην αγκάλη της μέχρι τα ξημερώματα.
"Έχει δρόμο που ορίζεις την πατημασιά σου και δρόμο όπου σου την ορίζουν άλλοι. Στοχάσου και διάλεξε σε ποιον θέλεις να πατάς". "Όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος!" αποκρίθηκε.