Η Ιζαμπέλ άφησε το γυμνό κορμί της να γλιστρήσει και να πέσει πάνω στον Ρομπέρ, και τον φίλησε κατ’ ευθείαν στο στόμα λέγοντας: -Εσύ. . . με σένα, νομίζω πως δεν θα ‘χω πολλές ευκαιρίες να βαρεθώ, χρυσό μου. Χρυσό μου; Τότε ο Ρομπέρ έκανε μιαν απίστευτη κίνηση. Την πήρε στην αγκαλιά του. Κι αυτό, όταν ξέρει κανείς τον Ρομπέρ, δεν είναι λίγο πράγμα. Είναι σαν ξαφνικά να συνειδητοποίησε την παρουσία της. -Άντε, πάμε να πάρουμε πρωινό στο καφέ που είναι κάτω, Μπεμπέρ; Μπεμπέρ; Αν τον είχε πει έτσι οποιοσδήποτε άλλος, θα είχε ξεφουρνίσει αμέσως κάποιο πετυχημένο ποίημα του Ρεμπώ. Αλλά, ξαφνικά, από την Ιζαμπέλ έμοιαζε να μπορεί να δεχτεί τα πάντα. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]