Καταρχήν δεν υπάρχει τίποτα. Τίποτα. Από τη μιαν μεριά το στιλπνό, χρυσαφί, χωρίς την παραμικρή ζαρωματιά ποτάμι, το νησί με την ακτή του που πέφτει με μια ελαφριά κλίση μες στο νερό, με την σκονισμένη του βλάστηση, και από την άλλη τα δύο παράθυρα και η μαύρη πόρτα, η σκεπή με τα κεραμίδια, το άσπρο σπίτι, και στη μέση η κενή έκταση της κίτρινης παραλίας με την σχεδόν ανεπαίσθητη κλίση προς το ποτάμι, πάνω στο οποίο, το ηλιακό φως, όμοιο με μια τεράστια κίτρινη φωτιά που την διαπερνούν λευκά νήματα, ρέει, αναπηδά και ανακλάται. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]