«. . . Αυτή λοιπόν την τρομερή μάγισσα, την Πύρινη Κόλαση, άφησαν πάνω στο βουνό λεύτερη οι κακοί, μια και δυο και τρεις φορές τα τελευταία χρόνια και τα έκαψε όλα, μα όλα όσα βρήκε στο δρόμο της. Τίποτα δεν άφησε όρθιο. Όταν έφυγε το βουνό πίσω της, στο μέρος απ’ όπου πέρασε, έμεινε γυμνό από δέντρα. Κατάμαυρο από τα αποκαΐδια. Και λυπημένο. Πολύ λυπημένο. . .Έτσι το νερό της βροχής δεν βρίσκει δέντρα να ποτίσει. . . ούτε ριζούλες φυτών για να το ρουφήξουν και να το πιουν. . .Και κατρακυλάει με βιάση στο ποτάμι. Τότε είναι που το ποτάμι θυμώνει. . .»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]