Όλα τα τραγούδια τού Νίκου Γκάτσου: τα πρωτότυπα, αλλά και τα δάνεια, όπως είναι τα πέντε από τον Ματωμένο Γάμο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Όλα τα τραγούδια τού Νίκου Γκάτσου: τα πρωτογενή, αλλά και τα οριοθετημένα από τις ανάγκες κάποιας κινηματογραφικής ταινίας ή θεατρικής παράστασης.
Όλοι οι στίχοι, αυτοί πού ευτύχησαν να τραγουδηθούν αλλά κι εκείνοι πού παρέμειναν στο συρτάρι και πού μοιάζουν με παραλλαγές στο ίδιο θέμα ή στο ίδιο μέτρο, υπόλοιπα συνεργασιών πού δεν ευδοκίμησαν, μα και απόπειρες για μια γραφή πιο λαϊκή. Δεν θα καταπιαστώ με την αξιολόγησή τους. Ούτ` έχω αυτή την Ικανότητα ούτε είμαι τόσο αναιδής. Ήταν υποχρέωσή μου, αφού ό Γκάτσος δεν κρατούσε συστηματικό αρχείο, να συγκεντρώσω τον θησαυρό, να διασταυρώσω πληροφορίες και, όπου έκρινα αναγκαίο, να παραθέσω στοιχεία πού γνωρίζω χάρη στην επί πολλά έτη κοινή μας ζωή. Αυτο δεν σημαίνει πώς ό αναγνώστης θα συναντήσει πέλαγα και ποταμούς από σχόλια και αναλύσεις. Ό λόγος τού Γκάτσου, θαυμαστός για την οικονομία και την ευγένειά του, επιβάλλει την ίδια οικονομία σ` αυτόν πού θα τον προσεγγίσει και εμπνέει την ανάλογη ευγένεια σ` εκείνον πού θα θελήσει να τον κρίνει δίκαια. Ό κριτικός αναγνώστης θα πρέπει να κατανοήσει πώς ό στιχουργός Νίκος Γκάτσος ουδέποτε επωφελήθηκε από τούς ευνοϊκούς όρους των συμβολαίων αποκλειστικότητας πού υπέγραφε -αφού δεν τούς είχε αντιληφθεί- ούτε εκμεταλλεύτηκε το συνεχώς αυξανόμενο κύρος του, ώστε να έκανε τη δουλειά του ευκολότερη. Δεν αρνήθηκε συνεργασία με τούς συνθέτες πού τού πρότεινε ή εταιρεία, ούτε απέρριψε ποτέ κάποια μελωδία τους. Ήταν επαγγελματίας και προσπαθούσε με ευσυνειδησία να αποδώσει όσο καλύτερα μπορούσε το αίσθημα πού τού ενέπνεε ή εκάστοτε μελωδία, ή -όταν έγραφε τούς στίχους πριν- να είναι ταιριαστοί με το ύφος τού συνθέτη και κατάλληλοι για τον συγκεκριμένο τραγουδιστή. Μ` άλλα λόγια, κατείχε την τέχνη της συνεργασίας και είχε την τύχη να την ασκήσει με τον Μάνο Χατζιδάκι -πρωτίστως- και με τον Σταύρο Ξαρχάκο. (Αγαθή Δημητρούκα)
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 (ή το 1914) στην Ασέα Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Για το Γυμνάσιο, κατόπιν, πήγε στην Τρίπολη κι εκεί γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, μα και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Έτσι, όταν ήρθε στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή, ήξερε, αρκετά καλά, αγγλικά και γαλλικά. Ήξερε, επίσης αρκετά καλά, τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι, αλλά και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης. Στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να μπαίνει στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και να δημιουργεί -συγχρόνως- τα δικά του μυθικά στέκια. Τα πρώτα του ποιήματα -μικρής έκτασης και κλασικού ύφους- τα δημοσίευσε στη `Νέα Εστία` το 1931 και στον `Ρυθμό` το 1933. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε κυρίως με τα `Νέα Γράμματα`, τα `Καλλιτεχνικά Νέα` και τα `Φιλολογικά Χρονικά`, δημοσιεύοντας κριτικά άρθρα και σημειώματα. Την υποδειγματική ποιητική του σύνθεση `Αμοργός` την εξέδωσε από τον `Αετό` το 1943. Τελειώνοντας ο πόλεμος, συνεργάστηκε με την `Αγγλοελληνική Επιθεώρηση` ως μεταφραστής και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ως ραδιοσκηνοθέτης, για λόγους καθαρά βιοποριστικούς. Για τους ίδιους λόγους ξεκίνησε να γράφει στίχους πάνω στις μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι, προσδιορίζοντας, έτσι, και καθορίζοντας το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αργότερα συνεργάστηκε και με τον Θεοδωράκη και με τον Ξαρχάκο, αλλά και με άλλους αξιόλογους συνθέτες. Η ικανότητά του να χειρίζεται τον λόγο με ακρίβεια έκαμε το Θέατρο Τέχνης, το Εθνικό Θέατρο και το Λαϊκό Θέατρο να του εμπιστευθούν τις μεταφράσεις πολλών θεατρικών έργων - μεταφράσεις που παραμένουν `κλασικές`, με πρώτη, βέβαια, εκείνη του `Ματωμένου Γάμου`. Είναι δε τα έργα που μετέφρασε, από τα ισπανικά, του Λόρκα, του Λόπε δε Βέγα και του Ραμόν δελ Βάλιε-Ινκλάν, από τα γαλλικά, του Ζενέ και, από τα αγγλικά, του Τ. Ουίλιαμς, του Ε. Ο` Νηλ, του Α. Μακ Λης, του Σων Ο` Κέιζυ, του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, του Κρίστοφερ Φράυ και άλλων. [. . .]