`Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου στην Ιταλία, έλαβα γνώση ενός χειρογράφου που το είχαν αντιγράψει από τα αρχεία του Μεγάρου Τσέντσι στη Ρώμη, και περιέχει μια λεπτομερή εξιστόρηση της φρίκης που τερματίστηκε με την εξόντωση μιας από τις πιο αρχοντικές και πλούσιες οικογένειες της πόλης αυτής, όταν Πάπας ήταν ο Κλήμης ο Η΄, το έτος 1599. Είναι η ιστορία ενός γέροντα, που έχοντας περάσει τη ζωή του μέσα στη διαφθορά και την κακία, άρχισε στο τέλος να νιώθει ένα αδυσώπητο μίσος προς τα παιδιά του· που φανερώθηκε προς τη μία κόρη του με τη μορφή ενός αιμομεικτικού πάθους, που συνοδευόταν από κάθε λογής σκληρότητα και βία. Η κόρη αυτή, ύστερα από μακρές και άκαρπες προσπάθειες να ξεφύγει από εκείνο που θεωρούσε ως μία μόνιμη μόλυνση τόσο του σώματος όσο και του πνεύματος, στο τέλος σχεδίασε μαζί με τη μητριά της και τον αδελφό της τη δολοφονία του κοινού τους τυράννου. [...] Στην πραγματικότητα, η ιστορία των Τσέντσι είναι κατ` εξοχήν τρομακτική και τερατώδης: οποιαδήποτε ξερή παρουσίασή της στη σκηνή θα ήταν αφόρητη. Αυτός που θα χειριζόταν ένα τέτοιο θέμα θα έπρεπε να αναπτύξει το νοητικό και να μειώσει την πραγματική φρίκη των γεγονότων, ώστε η απόλαυση, που απορρέει από την ποίηση που ενυπάρχει σ` αυτά τα βίαια μαρτύρια και τα εγκλήματα, να μπορεί να κατευνάσει τον πόνο της ηθικής παραμόρφωσης από όπου και αναπηδούν. Δεν πρέπει ακόμη να επιχειρηθεί το παραμικρό που θα καθιστούσε την παρουσίαση υποχείρια σ` αυτό που χυδαία χαρακτηρίζεται ως ηθικός σκοπός`. (Από τον Πρόλογο του Σέλλεϋ)
Ο Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ (1792-1822) έγραψε και εξέδωσε τους Τσέντσι το 1819 στην Ιταλία. Η ιστορία που τον ενέπνευσε, αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον Στεντάλ στα Ιταλικά Χρονικά και από τον Μοράβια. Το έργο έγινε γνωστό στον 20ό αιώνα όταν το ανέβασε ο Αντονέν Αρτώ και αποτέλεσε το ορόσημο του `Θεάτρου της Σκληρότητας`.
Το άγριο θέμα της αιμομιξίας, της συζυγοκτονίας και της πατροκτονίας, που παρουσιάζεται χωρίς ηθικές κρίσεις, με δραματουργική δύναμη που κινείται ανάμεσα στον Σαίξπηρ και τον Μίντλετον, κρίθηκε άσεμνο για την εποχή κατά την οποία γράφτηκε, όπως και ο Κάιν του Μπάυρον την επόμενη χρονιά, με αποτέλεσμα να μην ανεβεί στο Κόβεντ Γκάρντεν.
Από όλα τα βδελύγματα που η πνευματική διαστροφή και η ποιητική αθεΐα δημιούργησε στην εποχή μας, η τραγωδία αυτή μας δίνει την εντύπωση ότι είναι η πλέον βδελυρή, γράφει ο αιδεσιμώτατος Κρόουλυ το 1820.
Βέβαια, υπήρξαν και κρίσεις όπως ότι το έργο διατηρεί από την αρχή ώς το τέλος ένα σφριγηλό, διαυγή, αρρενωπό τρόπο έκφρασης, που ο Σέλλεϋ τον χειρίζεται θαυμάσια ώστε να δίνει δύναμη, ακόμη και μεγαλείο, στις λάμψεις του πάθους και της φρενίτιδας, της αγριότητας και φρίκης στο σκοτάδι της σκληρότητας και της ενοχής. Η γλώσσα του, καθώς ο ίδιος ταξιδεύει μέσα από τα πιο απίθανα επεισόδια, διασώζει την ορθότητα και την απλότητά της...
Η παρούσα έκδοση συνοδεύεται από τον πρόλογο του Σέλλεϋ, ένα σημείωμα της γυναίκας του Μαίρης Σέλλεϋ (που έγραψε τον Φράνκενστάιν), ένα μελέτημα για το έργο, αναλυτικό χρονολόγιο και δύο κείμενα που περιγράφουν τις τελευταίες μέρες και το θάνατο του συγγραφέα.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]