Στα τέλη του καλοκαιριού του 1883, στη φάρμα Κουέρι, πάνω από την Ελμίρα, στα νότια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, ο Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς τελείωνε ένα έργο, το οποίο, σύμφωνα με δική του ομολογία σ` ένα γράμμα προς τον αδελφό του, Οράιον, το πάλευε `για πάνω από εφτά χρόνια`. Εκείνο το καλοκαίρι, όμως, έλεγε πως το γράψιμο του έβγαινε τόσο φυσικά όσο και η ξάπλα. Κάθε πρωί πήγαινε `κατευθείαν από το τραπέζι του πρωινού` στο γραφείο που είχε φτιάξει μέσα στη φάρμα, πριν από εννιά χρόνια, και άφηνε την έμπνευσή του να καλπάσει ελεύθερα, `ενώ τα χειρόγραφα συσσωρεύονταν με ταχύτητα αστραπής`. Μόνο που, εντελώς τυχαία, όπως του συνέβαινε συνήθως, τα άφηνε να πέφτουν στο πάτωμα δίπλα του καθώς εκείνος έγραφε. Μ` αυτό τον τρόπο, στα σαράντα οχτώ του χρόνια, `στο πιο ήσυχο από όλα τα ήσυχα μέρη του κόσμου`, ο Μαρκ Τουέιν ολοκλήρωσε το έργο που πολλοί θα θεωρούσαν το σπουδαιότερο αμερικανικό μυθιστόρημα και όλοι το πιο σημαντικό αμερικανικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, τις Περιπέτειες του Χακ Φιν. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]