(. . .) Έλεγα πρωτύτερα πως η Αλίκη είναι μια από τις καλύτερες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ, πως η αληθοφάνεια των εντυπώσεων που δημιουργεί προέρχεται κατά μεγάλο ποσοστό από τη δομή του έργου και τη μορφή του λόγου. Ο Έλληνας λοιπόν μεταφραστής ήταν μοιραίο να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο δίλημμα: είτε να διατηρήσει την αμεσότητα της γλώσσας, που θα ερμήνευε άλλωστε και τη γλωσσική απλότητα του Carroll, κάνοντας το αντίστοιχο ελληνικό κείμενο εύλογα προσιτό, είτε θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει το ύφος του ακαδημισμού της γλώσσας του Carroll, που θα αντιστοιχούσε στα ελληνικά με το λόγιο ύφος και, ας πούμε, την «ετυμολογική διαφάνεια» της γλώσσας του Κάλβου, που σε τέτοια περίπτωση θα ξένιζε τον απροετοίμαστο αναγνώστη. Ο μεταφραστής, δόκιμος πεζογράφος ο ίδιος, διάλεξε την πρώτη λύση, προσάρμοσε την «Αλίκη» στη γλώσσα τη δική του. (. . .) Λ. Αννίνος
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]