ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ατενίζω τις λέξεις
το ποίημα που κλείνει
τα μάτια στο φως
ακίδες μαχαίρια
στης γειτονιάς τον πάταγο
στο κτήμα που παίζανε
μπουλούκι τα παιδιά
μπάλες μεγάλες κολοκύθες
κλαδιά μονά ζυγά
και γιασεμιά κρυψώνες
μια στιγμή που συνθλίβεται
και ξετυλίγει τις πλεξούδες μας
σκαλίζω το μέτωπο
να βγάλω τις σκέψεις
και ξεθάβω παράσιτα
τότε που αρνήθηκα
το στήθος που φούσκωνε
τυλίγοντάς το
σ` έναν βρόμικο επίδεσμο
με μπαγιάτικο αίμα
στις άκρες ν` αχνίζει
τα πλευρά μου ακόμη
κρατούν την οσμή του
κι εξαπατώ και βλάπτομαι
που δε μεγάλωσα ποτέ.