«. . . Ξυπνάω τώρα τις μνήμες με τα αρώματά τους, τα χρώματα και τις εικόνες, τις φωνές και τα γέλια στις αυγουστιάτικες φεγγαράδες, τότε που ανταλλάζαμε τις ματιές που μας έλειπαν. Οι σωστές, οι ντόμπρες, οι πέρα για πέρα αληθινές κουβέντες μας ήταν εκείνες που έκαναν οι ματιές μας. Μια ελεύθερη κατάδυση στα υγρά μας πέλαγα χωρίς αναπνευστήρα. Όλο και πιο βαθιά στα νερά της, κόντρα στην άνωση, μετρώντας τα ανυπολόγιστα βάθη. Για μια τέτοια κατάδυση στα μάτια της, μπορούσα να κρατάω την ανάσα μου για μήνες και για χρόνια. Όλα για χάρη αυτής της ματιάς. . .»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]