Το κοριτσάκι ασάλευτο στεκόταν. Αγέλαστο, ανέκφραστο, ατσαλάκωτο σαν πορσελάνινη κούκλα. Αλλά κι εκείνη εκεί η γυναίκα, η Αγγελική, έτσι, απολύτως αξιοπρεπής επιδίωξε να παραμείνει. Με κάθε τίμημα. Διότι οι κούκλες δεν κλαίνε. Μονάχα η Αριάδνη κατόρθωσε κάποια στιγμή, με πολύ κόπο και φόβο, να λιώσουν οι κόμποι κι οι πάγοι στην καθηλωμένη στον χώρο και στον χρόνο μικρή καρδιά. Για ν` ακουστεί το τραγούδι της κούκλας καθαρό, λυγμικό. Μια ιστορία εξαρτημένη απ` όλες τις εξαρτήσεις. Διότι ο έρωτας καρμπόν τους είναι και απ` εκείνες παίρνει το μέγα δάνειο. Ως η μεγίστη ψευδαίσθηση μέσα στις ψευδαισθήσεις.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]