Τον Απρίλη του `40 ένα γράμμα ήρθε να με βρει. . . αποστολέα δεν είχε. . . Ήταν γραμμένο με απόγνωση - ένα χέρι που υψώνεται απ` το νερό ζητώντας βοήθεια. . . Με παρακαλούσε να σώσω όλα τα σαν και κείνην πλάσματα που χάσανε την ελπίδα τους, να ρίξω λίγο φως στο δρόμο που πήραν ολομόναχα. . . Την αντάμωσα το άλλο πρωί. Ήταν ένα πουλί με λερωμένα φτερά, που με περίμενε να σπάσω τα κάγκελα του κλουβιού του. Την έλεγαν Φούγια. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]