Ο ΣΕΡΓΙΟΣ ΛΑΤΡΕΥΕ ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ.
Ήταν στη μέση του ναού και από το απέναντι παράθυρο έβλεπε το μπαλκόνι του σπιτιού της κυρίας Θέκλας, όπου κρατούσε ένα δωμάτιο. Η κυρία Θέκλα ήταν εξαιρετική μαζί του και, όταν μιλούσε μ` εκείνον, ήταν οι λίγες στιγμές της μέρας της που κατόρθωνε να κρατήσει τα χέρια και το κεφάλι της σε σταθερή θέση, νικώντας για λίγο την πάρκινσον που τη βασάνιζε μια ζωή.
Στο μπαλκόνι αυτό βγήκε ο ιεροκήρυκας για να χτυπήσει παλαμάκια, βλέποντας για πρώτη φορά χιόνι εκείνο το χειμώνα. Εκεί δέχτηκε και την αυστηρή παρατήρηση της φιλολόγου κυρίας Νάντιας Βρανούση, η οποία κρατούσε το παραδιπλανό του δωμάτιο.
`Παρακαλώ, συγκρατηθείτε`, του είπε. `Εδώ, οι άνθρωποι πονούν όταν πέφτει χιόνι, πρώτον γιατί παγώνουν τα πορτοκάλια στον κάμπο και δεύτερον γιατί και το αίμα που χύνεται ακόμη στις μάχες, αντί να απορροφάται από το χώμα, εμποτίζει το χιόνι, μετρώντας πληγές και νεκρούς ανθρώπους`.
Ο Σέργιος Σκανδάλης είναι ένας κοσμικός ιεροκήρυκας που τοποθετείται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Οι συμπεριφορές του είναι, ωστόσο, εντελώς `ξένες` για τους ντόπιους και αυτό οδηγεί τον επιχώριο μητροπολίτη να τον απομονώσει κάπου στα βουνά. Όλα αυτά συμβαίνουν τον καιρό που ακούγονται οι τελευταίες εκρήξεις του εμφυλίου πολέμου. Αλλ` αυτή δεν είναι η τελευταία εξορία για τον Σέργιο. Η ξαφνική εμφάνιση ενός νεαρού αναχωρητή ανοίγει το δρόμο και για άλλες εξορίες. Εξορίες πνεύματος, ψυχής και σώματος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]