Πήρε τ` άγρια βουνά. Μήτε ήξερε πού πήγαινε και πού βρισκόταν. Μέχρι που είδε μες στην ερημιά έναν πύργο. Περπάτησε ως εκεί και έκαμε να χτυπήσει. Μα η πόρτα του ήταν ανοιχτή. Μπαίνει μέσα, τι να δει; Ένα μεγάλο δωμάτιο, και στη μέση κρεμόταν ένας πολυέλαιος με δώδεκα λαμπάδες κι από κάτω δώδεκα παλικάρια κάθονταν και μιλούσαν. Τρία απ` αυτά είχαν τα στήθια του: ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι ανθισμένα κλωνάρια δέντρων. Άλλα τρία ήταν γυμνά από τη μέση και πάνω και κρατούσαν ξερά στάχυα. Πιο πέρα, άλλα τρία παλικάρια...