Ρωτήστε τα παιδιά των 7 ή 8 χρονών τι πάει να πει: `να μιλάς`.
`Να μιλάς; Λοιπόν, είναι όταν σου μιλώ, έτσι, λέξεις που βγαίνουν απ` το στόμα.
Ε, να μιλάς είναι να λες πράματα που σημαίνουν κάτι.
Να μιλάς; να, είναι σαν ν` ακούς. Ακούω που μου μιλάς.
Συζήτηση, έτσι όπως την κάνουμε τώρα.
Να μιλάς, είναι όταν έχεις κάτι να πεις σε κάποιον.
Είναι το στόμα που φτιάχνει λέξεις.
Τα λες στο νου σου, και μετά μιλάς, τα λες.`
Τα παιδιά αυτά εξηγούν με το δικό τους τρόπο τι σημαίνει το να `μιλά` κανείς. Συνδυάζοντας τις απαντήσεις τους, αποκτάτε μια ιδέα που αξίζει, ίσως, όσο ο ορισμός του λεξικού ή των ειδικών. Ωστόσο δεν μπορείτε να αντιληφθείτε την έκφρασή τους. Όλα μένουν κατάπληκτα μπροστά σε μια τέτοια ερώτηση. Κι άλλη μια παράλογη ερώτηση! Να μιλά κανείς... είναι να μιλά! αυτό είναι αυτονόητο. Επιχειρήστε και `σεις οι ίδιοι να δώσετε έναν ορισμό!
Το να μιλά κανείς είναι σαν να χαμογελά ή να περπατά! Τα ανθρώπινα μωρά το κατορθώνουν χωρίς εκπαίδευση. Φυσιολογικά. Αποτελεί μέρος των ανθρωπίνων ικανοτήτων. Το περιβάλλον ελάχιστα γνωρίζει ή διαισθάνεται ότι διευκολύνει τα πράγματα χαμογελώντας ή μιμούμενο ήχους, μιλώντας στο μωρό και αντιμετωπίζοντάς το σαν ήδη να καταλάβαινε. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]