Ο Τρελός έβγαλε από τον ντορβά το ψωμί του κι άρχισε να τρώει.
Την ίδια στιγμή, η γελαδούλα δίπλα του μηρύκαζε (αναμασούσε) την τροφή της. Το παράξενο, όμως, ήταν ότι δεν την έβλεπε να βάζει χορτάρι στο στόμα της. Κι όμως μασούσε!
- Περίεργο! είπε μόνος του. Πως γίνεται αυτό;...
Μωρή, της λέει ξαφνικά, αφού δεν έχεις τίποτα στο στόμα, γιατί με κοιτάς και κάνεις πως μασάς; ε;...
Η αγελάδα συνέχιζε να μηρυκάζει.
- Πίσω μου σ` έχω, σατανά! ψιθύρισε... Μωρή, της φώναξε, μπας και θέλεις να... με κοροϊδέψεις, γι` αυτό τα κάνεις αυτά;... ε;..,
Της γελαδούλας της ήρθε στη γλώσσα κάποιο κουκούτσι ελιάς και θέλησε να το βγάλει από το στόμα.
Γι` αυτό, κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω, κι η κίνησή της έμοιαζε να λέει:
- Ναι, σε κοροϊδεύω...
Οχ, και τι έγινε τότε!...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]