`Ο τρελλός χορός της Μαίριλυν`, γράφει ο Γιώργος Χρονάς.
Εκείνο το πρωί η Μαίριλυν ένιωθε ευτυχισμένη. Ναι, ένιωθε ευτυχισμένη. Μπορεί αυτή η λέξη -ευτυχισμένη- να έλειπε από το βιαστικό και φτωχό της λεξικό αλλά σήμερα έτσι ένιωθε. Είχε κατορθώσει να κοιμηθεί τρεις (3) ολόκληρες ώρες το βράδυ χωρίς να πάρει τίποτα και, τώρα, μες στα λευκά σεντόνια της έβλεπε το ρολόι μπροστά της να δείχνει επτά. Είχε ξημερώσει. Αν μπορούσε ν` ανοίξει το παράθυρο. Να τραβήξει τίς μαύρες βελούδινες κουρτίνες. Να ξεκαρφώσει τα ρολά της, αυτό θα έβλεπε. Η ήμερα χαιρετούσε κι εκείνο το πρωί της Κυριακής, του Μαΐου, το Λος Άντζελες. Έπρεπε στίς δέκα να υποδεχτεί μία δημοσιογράφο από τη Νέα Υόρκη, πού ήρθε ειδικά γι` αυτή τη συνάντηση. Έπρεπε να δώσει άλλη μία συνέντευξη. Την τελευταία, είπε από μέσα της. Κουράστηκα, συμπλήρωσε. Θα τα πω όλα, να τελειώνω, κι έπειτα θα αποσυρθώ. Δεν θα δίνω συνεντεύξεις, δηλώσεις στίς εφημερίδες. Θα ετοιμάζω το ρόλο μου στο έργο του Σώμερσετ Μώμ. Οι εφημερίδες θα γράφουν -η Μαίριλυν το παίζει Γκάρμπο. Δεν της πάει...
Θυμόταν πού ήρθε ο μαραγκός να της κάνει την `επιδιόρθωση` στο παράθυρο. Κάρφωσέ το, του φώναξε, δεν θέλω να το ανοίξει κανένας. Όπως μαύρη νύχτα. Σιωπή καί σκοτάδι στην πιο σκοτεινή νύχτα. Αιγυπτιακή νύχτα. Νύχτα στο Βόρειο Σέλας η κρεβατοκάμαρα της Μαίριλυν, θα γράφουν οι εφημερίδες. Καί η Μαίριλυν δίπλα στο κομοδίνο της, πάνω στο μαλακό της κρεβάτι, θα κοιμάται όπως τη γέννησε η μάνα της. Γυμνή και μόνη.
Είχε σηκωθεί καί χόρευε ακούγοντας το πρώτο τραγούδι να γεμίζει μέσα απ` το ράδιο το δωμάτιο. Αν αποτύχω ως ηθοποιός μπορώ να γίνω, τουλάχιστον, μια αξιοπρεπής χορεύτρια. Το μισθό μου θα τον βγάζω άνετα. Θα χορεύω σε γάμους και σε γιορτές. Γάμους και γιορτές άλλων, όχι δικές μου, είπε μες στον καθρέφτη, κοιτώντας το πρόσωπο της χωρίς μεικ-απ και ρίμελ στις ψεύτικες βλεφαρίδες. [. . .]