Μες στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας σκουντουφλώντας στις φραγές, προχωρούσα θαρρετά μες στους βάλτους, από παραθύρι σε παραθύρι και χτυπώντας σιγά τα τζάμια, έλεγα: - Ανοίξτε του περαστικού να ξενυχτίσει! Παντού όμως έπαιρνα αρνητική απάντηση. Σ` ένα μέρος μια γυναίκα άρχισε να φωνάζει: - Φύγε, φύγ` απ` εδώ, όσο είσαι ζωντανός ακόμα! Μέσα είν` ο άντρας μου! (. . .) Φαίνεται πως ο θλιβερός αυτός πρόλογος του άγριου τραγουδιού, που λέγεται φθινόπωρο, χαλούσε την διάθεση των ανθρώπων που ήτανε κλεισμένοι μες στα σπίτια τους και γι` αυτό δε μ` άνοιγαν να περάσω τη νύχτα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]