«Αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον χρωστήρα, θα σου είχα δώσει, ίσως, τη δύναμη να περπατήσεις με βήμα σταθερό, από τη μια άκρη του μουσαμά στην άλλη. Αλλά αυτό που θέλω να σου προσφέρω είναι τα λόγια. Όλα τούτα τα αιχμαλωτισμένα λόγια που σπρώχνονται σε βουβές φράσεις στο κεφάλι σου. Γιατί δεν ξέρεις να μιλάς... κι έχεις να πεις τόσα!»
Η Λόρα Γιαφέ επιλέγει να δώσει το λόγο στον Μαξ, το παιδί που δεν μιλούσε. Γράφει τις λέξεις που εξέφραζε τόσο έντονα το αγοράκι της, λέξεις αδέξιες σαν τις αδέξιες κινήσεις του, φράσεις που παραπαίουν σαν τα βήματά του. Για να μην τον βλέπουν πια τον Μαξ σαν άτομο με «ειδικές ανάγκες», αλλά σαν ένα παιδί, απλά. Η Λώρα παίρνει επίσης το λόγο απευθυνόμενη στον Μαξ σαν σε ενήλικα, και του μεταφέρει τις αμφιβολίες, τον εκνευρισμό της, όσα δεν καταλαβαίνει. Ακόμα την ντροπή της. Μα, κυρίως, την περηφάνια της.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]