Βιέννη, 1909. Ο ηθοποιός του Αυλικού Θεάτρου Ευγένιος Μπίσοφ βρίσκεται νεκρός στο περίπτερο της έπαυλής του. Ο θάνατός του συνδέεται με μια σειρά μυστηριωδών θανάτων. Πρόκειται για αυτοκτονίες ή για φόνους; Είναι ένοχος ο αφηγητής της ιστορίας, ο βαρόνος φον Γιος; Δύο φίλοι του νεκρού ηθοποιού, υιοθετώντας τον ρόλο του Σέρλοκ Χολμς και του δόκτορα Ουώτσον, αναλαμβάνουν τη διαλεύκανση του φόνου. Ρόλο ντετέκτιβ ωστόσο καλείται να παίξει και ο αναγνώστης, καθώς η ιστορία αιωρείται συνεχώς ανάμεσα στη βεβαιότητα και την αμφιβολία, ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος.
"Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας" συνδυάζει με τον φυσικότερο τρόπο την τέχνη με την απόλαυση, την αγωνία για την έκβαση της πλοκής με την αγωνία μιας συνείδησης η οποία, προκειμένου να αντιμετωπίσει το φάσμα της ενοχής, καταφεύγει στο φανταστικό και στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Ο Λέο Πέρουτς έχει στήσει αριστοτεχνικά την ιστορία του με φόντο την πρωτεύουσα της άλλοτε κραταιάς Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Ένας ολόκληρος κόσμος, που σε λίγο θα τον σαρώσει ο πόλεμος, προβάλλει με ενάργεια χάρη στην αφηγηματική μαεστρία του συγγραφέα, την υποβλητική ατμόσφαιρα και την ελεγειακή διάθεση που αποπνέει το έργο.
""Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας" μπορεί να χαρακτηριστεί, ανάλογα με την οπτική γωνία, αστυνομικό μυθιστόρημα, ψυχολογικό μυθιστόρημα, αλλά ακόμα και μυθιστόρημα -σε κάθε περίπτωση ειρωνικό- για τη γένεση της Τέχνης. Τα διάφορα αυτά μυθιστορηματικά επίπεδα συνυπάρχουν σαν επάλληλα στρώματα στο ίδιο κείμενο, και ο αναγνώστης αναγορεύεται σε δημιουργό της αληθινής εκείνης ιστορίας την οποία πραγματεύεται το μυθιστόρημα με πολύ αντιφατικό τρόπο."
(Hans-Harald Muller)