Ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042-1065) υπήρξε ένας αυτοκράτορας που αποδοκιμάστηκε τόσο από τους Βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους, όσο και από την πλειονότητα των μεταγενέστερων μελετητών της βυζαντινής ιστορίας. Οι επικρίσεις εναντίον του επικεντρώθηκαν στις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του, στην υποτίμηση του νομίσματος και στις άσκοπες δαπάνες που επιβάρυναν την οικονομική κατάσταση του κράτους. Ωστόσο, η συστηματική μελέτη της περιόδου από το 1025 μέχρι το 1081 και ιδιαίτερα της βασιλείας του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος δεν υπήρξε ένας «ανίκανος» και «αδύναμος», όπως συνήθως χαρακτηρίζεται αυτοκράτορας, αλλά ένας πρωτοπόρος, καινοτόμος και μεταρρυθμιστής ηγεμόνας. Κάτω από την επιρροή μιας ομάδας αξιόλογων ανδρών του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος (του Κωνσταντίνου Λειχούδη, του Ιωάννη Μαυρόποδος, του Μιχαήλ Ψελλού, και του Ιωάννη Ξιφιλινού) καθώς και την επίδραση του πνεύματος της εποχής του που καλούσε σε αλλαγές, προέβη σε αξιοσημείωτες καινοτομίες, οι οποίες αφορούσαν όλες σχεδόν τις πτυχές της δημόσιας ζωής (την εκπαίδευση, την κοινωνία, την οικονομία, την διοίκηση, το στρατό), ενώ είχαν τη δυναμική να απομακρύνουν την αυτοκρατορία από τις μεσαιωνικές δομές της και να την οδηγήσουν σε νέους δρόμους και προοπτικές.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]