Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας κακός κι υπερόπτης πρίγκιπας. Η σκέψη του ήταν συνεχώς στραμμένη στο πως θα κατάφερνε να κατακτήσει όλες τις χώρες της γης και πως τ` όνομά του θα `φερνε τρόμο σ` όλους τους ανθρώπους. Έσπερνε τον όλεθρο με τη φωτιά και το σπαθί, οι στρατιώτες του ποδοπατούσαν τα στάχυα στους αγρούς, έριχναν τους πυρσούς τους στις καλύβες των χωρικών, έτσι οι κόκκινες φλόγες έγλειφαν τα φύλλα των δέντρων κι οι καρποί κρέμονταν καμένοι από τα μαύρα καρβουνιασμένα κλαριά. Πολλές ήταν οι δύστυχες μανάδες με τα γυμνά μωρά στην αγκαλιά, κρυμμένες πίσω από τα ερείπια που κάπνιζαν. Οι στρατιώτες τις έψαχναν, τις εύρισκαν μαζί με τα παιδιά και άρχιζαν τότε το σατανικό τους έργο. Οι δαίμονες της κόλασης δε θα `χαν κάνει μεγαλύτερο κακό. Στον πρίγκιπα, όμως, όλα αυτά φαίνονταν καλώς καμωμένα. [...]