«Δριμέα αρώματα της γης, θαλπομένης υπό του πρώτου εαρινού ηλίου, ανήρχοντο μέχρις αυτών. Οι κήποι εχλόαζον, τα πτηνά κατεδίωκον άλληλα κτυπώντα τας πτέρυγας εντός των φυλλωμάτων, κρυφία ζέσις κατείχε την φύσιν, και το παν ήτο έρως περί αυτούς. Ο Φράντς ηθέλησε ν` αποστραφή και να φύγη. Αλλ` ενώπιόν του είδε την νεαράν γυναίκα ρίπτουσαν ηδυπαθές το βλέμμα, διανοίγουσαν τα χείλη, ως ανθούντα κάλυκα».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]