Η συντέλεια του κόσμου θα έρθει όταν ο Ήλιος και η Γη ανακατευτούν για να φτιάξουν τον ίδιο φωτεινό χυλό. . . Εκείνη τη μέρα, για παράδειγμα, ο αέρας ζεμάταγε τα πάντα. Τα μάτια, τα χέρια, τα πόδια αλλά και τα πνευμόνια. Γι` αυτό κοντανάσαινε ο γερο - Μαρσέλ, καθώς ανηφόριζε το απότομο μονοπάτι που οδηγούσε στο μαντρί. . . Φαινόταν σαν να γελούσε, αλλά ήταν από τον ήλιο που τον τύφλωνε. Μέσα του ο φόβος έπαιζε ταμπούρλο, πολλά ταμπούρλα. Περπατούσε αργά γιατί μετά βίας τον βαστούσαν τα πόδια του. Λόγω της ηλικίας του, φυσικά, αλλά κι ενός άσχημου προαισθήματος από τις φωνές που έσκισαν τον ουρανό πριν από μερικά λεπτά, κοντά στο μαντρί. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]