. . . Ο ανώνυμος άνθρωπος ένιωσε να χάνεται σ’ έναν άγνωστο κόσμο. Με βαθιά συναίσθηση πώς δεν θυμόταν το δικό του όνομα, θέλησε να μάθει το όνομα αυτής της πολίχνης, στην οποία βρέθηκε από μια παραξενιά της τύχης του. -Πώς λέγεται αυτή η πολίχνη; Κανείς από τους κατοίκους που άκουσαν, δεν απάντησε. Τον κοίταξαν μόνο απορημένοι, λες και ρωτούσε το πιο εύλογο που υπάρχει πάνω στη γη. Εκείνος επανέλαβε με φωνή παρακλητική την ερώτηση. Τότε ο σάλος ζητιάνος που χειρονομούσε ακατάπαυστα σε μια φανταστική συζήτηση, τον άκουσε και απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει. -Το όνομα της πόλης αυτής λέγεται Υπομονή. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]