Χάρη στις αντεπιθέσεις των εφεδρειών και με την επαναφορά της αριστερής πτέρυγας στο ύψος τον στρατοπέδου, ο Αμίλκας κατόρθωσε να συμπτύξει τις γραμμές του. Οι Έλληνες όμως, που είχαν κατορθώσει ν` ανοίξουν δρόμο ως τα τείχη της Ιμέρας, σκόρπισαν την πυρά έξω από τη νότια πύλη και βρήκαν καταφύγιο μέσα στην πόλη. Το υπόλοιπο ιππικό έκανε μια αιφνιδιαστική επίθεση στο στρατόπεδο του Αμίλκα, πέταξε πυρσούς από άχυρο πάνω στις σκηνές και αποσύρθηκε πίσω από το τείχος.
Αφού ξεδιψάσαμε και δέσαμε τις πληγές μας, κλέψαμε τρόφιμα από τους πλανόδιους εμπόρους του στρατοπέδου και πλησιάσαμε τα πλοία, ελπίζοντας να βρούμε επιζώντες Ετρούσκους. Ο αδελφός φώναζε τον αδελφό, ο φίλος το φίλο, ο καπετάνιος τον τιμονιέρη του, ο κωπηλάτης το σύντροφο του στον πάγκο, κανένας όμως δεν μας απάντησε. Καταλάβαμε πως ήμασταν πολύ λίγοι για δύο πολεμικά πλοία, που δε θα χρησίμευαν σε τίποτε, γιατί οι ελληνικές τριήρεις μας εμπόδιζαν να προσεγγίσουμε το ανοιχτό πέλαγος. Οι τρομακτικές απώλειες μας ήταν επιβεβαίωση της καλής φήμης των Ετρούσκων πολεμιστών.