«Με λένε Διονύση, λέγε με Ντένη», λέει εύθυμα κι εγώ κοιτάω το κεντημένο Δέλτα στο πουκάμισο του. «Με λένε Ευδοκία, λέγε με Εύα», λέω και γελάμε δυνατά σα μικρά παιδιά που ανακάλυψαν κάτι αστείο. Ιούλιος, είκοσι ο μήνας, δύο μήνες που έφυγε! Τώρα κοιμάται με άλλη γυναίκα, νοιώθει καινούργια συγκίνηση, είναι χαρούμενος, γελαστός, φιλάει με πάθος και κάνει υπέροχο έρωτα, ενθουσιάζεται, ερωτεύεται, ο πόθος τον μεθάει, το πάθος τον κουμαντάρει, τρώει σοκολατάκια, πίνει σαμπάνια, είναι μπερμπάντης, φεύγει, αυτός είναι ο Ντένης, γνωρίστε τον. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]