... Οι συζητήσεις στις νότιες θάλασσες έχουν ένα μοναδικό μοτίβο: ο ωκεανός είναι πράγματι απέραντος, ο κόσμος όμως είναι στενόχωρος, και δε θα συζητάς για πολλή ώρα δίχως να ακούσεις το όνομα του Χέιζ του Παλικαρά, ενός ναυτικού ήρωα που οι άθλοι και η άδοξή του εξαφάνιση άφησαν την Ευρώπη ασυγκίνητη. Θα αναφερθεί το εμπόριο, η κόπρα, τα όστρακα, μπορεί και το βαμβάκι ή τα μανιτάρια, αλλά μ` έναν απόμακρο, ερασιτεχνικό τρόπο, σαν να μην ενδιαφέρει το θέμα τους ιδιαίτερα. Μέσα σ` όλα αυτά, τα ονόματα των καραβιών και των καπετάνιων τους θα πηγαινοέρχονται ταχιά σαν αλογόμυγες και νέα του τελευταίου ναυάγιου θα συζητιόνται και θα ανταλλάσσονται ατάραχα.
Σε έναν ξένο η συζήτηση αυτή μπορεί αρχικά να μη φαινόταν ιδιαίτερα πνευματώδης, αλλά σύντομα θα έπιανε το νόημα και, όταν θa `χε πια ένα χρόνο πάνω-κάτω στον κόσμο των νησιών και θa `χε δει αρκετές σκούνες ώσπου το όνομα κάθε καπετάνιου να έφερνε στο μυαλό μια φιγούρα με πυτζάμες ή λευκά βαμβακερά, και όταν πια θα συνήθιζε σε μια ιδιαίτερη χαλάρωση του ηθικολογικού στοιχείου που επικρατεί (όπως στη μνήμη του γερο-Χέιζ) στο λαθρεμπόριο, στο βούλιαγμα καραβιών, στη ναυταπάτη και άλλους συγγενείς κλάδους της ανθρώπινης δραστηριότητας, θα έβλεπε ότι η Πολυνησία δεν είναι λιγότερο διασκεδαστική και διδακτική από το Παλ Μαλ ή το Παρίσι...
... Όταν επιτέλους διάβασα το βιβλίο με άνεση και προσοχή, βρήκα πως το αλίευμα άξιζε τη μακροχρόνιο αναζήτηση. Γιατί;
Πρώτ` απ` όλα για την πρωτοτυπία και της πλοκής και της αφηγήσεως. Έχει ο αναγνώστης την εντύπωση πως οι συγγραφείς συνδυάζουν πραγματικά συγκαιρινά τους γεγονότα και δικά τους προσωπικά βιώματα για να πλέξουν την ιστορία τους. Και έτσι είναι, διότι περιγράφουν ανθρώπους και μέρη που έζησαν και γνώρισαν καλά, τις Νότιες Θάλασσες, το Σαν Φραντσίσκο, το Εδιμβούργο, την μποέμικη Μπαρμπιζόν και το Παρίσι.
Το κεντρικό αίνιγμα της νουβέλλας, το πλοίο-φάντασμα, που βρίσκεται να πλέει άδειο από ναύτες και επιβάτες, ήταν συχνό φαινόμενο πριν εφευρεθεί ο ασύρματος. Καταγοήτευε τους αναγνώστες των εφημερίδων και, όπως φαίνεται, και τους καλλιτέχνες. Θυμηθείτε τον Ιπτάμενο Ολλανδό. Με αφορμή την Μαίρη Σελέστ, ένα πλοίο-φάντασμα, που βρέθηκε το 1872 εγκαταλελειμμένο στον Ατλαντικό, στα ανοικτά της δυτικής Αφρικής, έγραψαν -όπως και άλλοι- ο Στήβενσον με τον Όσμπουρν τον Έμπορο Ναυαγίων.
Όμως το μυστηριώδες πλοίο του Εμπόρου Ναυαγίων βρίσκεται προσαραγμένο σε μιαν ξέρα στον Ειρηνικό. Στο τέλος του βιβλίου, το μυστήριο θ` αποκαλυφθεί στον αναγνώστη, αν όχι σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι ανθρώπινοι τύποι που ζωγραφίζουν οι συγγραφείς, όπως οι τυχεροί-άτυχοι κακομαθημένοι γιοι, ο αυτοδημιούργητος αλλ` αφελής, πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης, Αμερικάνος επιχειρηματίας, ο ψευδώνυμος καπετάνιος, ο απελπισμένος δικολάβος, δεν υπάρχουν στις μέρες μας. Και όμως, οι συγγραφείς μας πείθουν, και με το παραπάνω, πως αυτούς τους απίθανους τύπους τους γνώρισαν και πως ήταν έτσι ακριβώς όπως τους περιγράφουν. Διότι, φαίνεται, κάτι από τους τύπους αυτούς είναι και μέσα μας.
Εκτός από τους χαρακτήρες, ο αναγνώστης θα προσέξει το απότομο των μεταπτώσεων της πλοκής. Οι δύο κληρονομιές που σώζουν την κατάλληλη στιγμή τους δύο πρωταγωνιστές έχουν τον αέρα της απιθανότητας. Την ίδια εντύπωση αφήνει και το απροσδοκήτως και ασυνήθως βίαιο και απότομο τέλος, άλλο ότι η πλοκή το καθιστά λογικώς αναπόδραστο. Ίσως τα ελαττώμματα αυτά οφείλονται και στη συνεργασία δύο συγγραφέων, πατριού και προγονού, σε ένα έργο. Ο Έλληνας αναγνώστης γνωρίζει τα προβλήματα αυτά της συνεργατικής γραφής από το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων. Όμως θα απολαύσει το εύρημα της διπλής διήγησης: γνωρίζουμε τον έναν από τους δύο πρωταγωνιστές μέσα από την διήγηση του άλλου. Απροσδοκήτως αντιλαμβανόμαστε ότι σε πολλά του μοιάζει.
Ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον ευτύχησε να γίνει δημοφιλής συγγραφέας στη διάρκεια κιόλας της σύντομης ζωής του. Όπως συνήθως συμβαίνει στην περίπτωση αυτή, οι κριτικοί διερωτώνται, με μόλις συγκαλυπτόμενο φθόνο, αν το έργο του δημοφιλούς στην εποχή του συγγραφέα "θα ζήσει". Τρεις γενεές αναγνωστών μετά, ξέρουμε την απάντηση...