Αν από την αρχαιότητα διατυπώθηκαν απόψεις που συνέδεσαν τη φυσική με την ηθική πλευρά του ανθρώπου, στη βάση της αδιάσπαστης αλληλουχίας σώματος/ψυχής, και αν, με την πάροδο των αιώνων, με τις απόψεις αυτές συμπορεύτηκαν από δεισιδαιμονικές αντιλήψεις μέχρι επιστημονικές θεωρίες, η εγκληματολογική ανθρωπολογία των νεότερων χρόνων, θεμελιωμένη στα πορίσματα της μακράς αυτής πορείας, έδωσε τον εγκληματία άνθρωπο, του οποίου η μορφή απασχόλησε εξίσου την επιστήμη και τις τέχνες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ιταλός γιατρός και ανθρωπολόγος Τσεζάρε Λομπρόζο έγινε ο κύριος εκφραστής της αναζήτησης του εκ γενετής εγκληματία, και με τα έργα του -ιδίως με τον «Εγκληματία άνθρωπο» («L` Uomo delinquente», 1876)- επηρέασε ουσιαστικά την εξέλιξη της εγκληματολογίας. Βάσει των μελετών του πάνω στη συμπεριφορά των φυτών και κυρίως των ζώων, στις εκδηλώσεις της εγκληματικής κληρονομικότητας (κεντρικής έννοιας των θεωριών του), στα εγκλήματα των αγρίων, στην παραβατικότητα της παιδικής ηλικίας, στις επιδράσεις του περιβάλλοντος και στα αποτελέσματα της αγωγής του ποινικού κολασμού, ο Λομπρόζο υποστήριξε ότι τα ανατομικά χαρακτηριστικά και οι ψυχικές ιδιότητες συνδέονται άμεσα και ότι οι εγκληματικές ορμές της ψυχής ανταποκρίνονται συνήθως σε ανώμαλη σωματική κατάσταση. Ταυτίζοντας με τον ηθικώς παράφρονα τον «εκ γενετής εγκληματία», θεώρησε τον τελευταίο ως θύμα του (δαρβινικής καταγωγής στον Λομπρόζο) αταβισμού και ως αθεράπευτο· συνεπώς τού καταλογίζει μειωμένη ευθύνη για τις πράξεις του. Η νεότερη επιστήμη αμφισβήτησε και συχνά απέρριψε πολλά από τα πορίσματα του Λομπρόζο. Κρίθηκε πως η σχέση φυσικής και ηθικής κατάστασης δεν στοιχειοθετεί απαραβίαστο νόμο και πως, μολονότι ο εκφυλισμένος συχνά εκδηλώνει εγκληματική συμπεριφορά, εκφυλισμός και έγκλημα δεν συνδέονται αιτιωδώς. Ο μύθος της ενιαίας και ειδικής κατηγορίας του «γεννημένου εγκληματία» καταρρίφθηκε, ενώ τονίστηκε πόσο επικίνδυνη μπορεί να αποβεί η σύγχυση, ακόμα και των ειδικών, ανάμεσα στην προδιάθεση του εγκληματία για πέρασμα στην πράξη και στην προδιάθεση του κοινού να «αναγνωρίσει» σε κάποιο έγκλημα έναν «ιδιόμορφο εγκληματία». Ωστόσο, ο ιταλός γιατρός έδωσε νέα ώθηση στην εγκληματολογία και επηρέασε αποφασιστικά και για πολλές δεκαετίες την πορεία της. Εξάλλου, ο νεολομπροζιανισμός, με τη βιολογική του κατεύθυνση και τη φιλοσοφική του βάση, αναβιώνει μαζί με τα τεχνολογικά επιτεύγματα. Μπορεί η εγκληματικότητα να μην αντιμετωπίζεται ως «βιολογική κατηγορία», μπορεί να μην έχουν εντοπιστεί «εγκληματικοί γενότυποι», ωστόσο η συνεχιζόμενη -μέσα στην ευρύτερη προβληματική του θέματος- αναζήτηση σώρευσης εγκληματολογικών και γενετικών ιχνών αποδεικνύει ότι το παλαιό δίλημμα «οι βιολογικές ή οι κοινωνικές δομές προκαθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά;» δεν έχει ακόμη απαντηθεί οριστικά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]