H απάντηση του τι είναι, "το ένα μισό το κάνω όταν με δέρνουν και το άλλο μισό είναι πόλη της Ελλάδας κι όλο μαζί αρέσει πολύ στον Καίσαρα" υπάρχει στο προηγούμενο τεύχος αλλά την απάντηση του πως ένα μαλθακός νέος (εξαιτίας της ζωής στην πόλη), ονόματι Γιεγιεδίξ θα γίνει άντρας θα τη βρείτε σ` αυτό που θα διαβάσετε. Αρκετά μακριά, οι ατρόμητοι Νορμανδοί, αισθάνονται μειονεκτικά που δεν γνωρίζουν τον φόβο, αυτό το συναίσθημα που δίνει φτερά στα πόδια και επιτρέπει στους τυχερούς που διακατέχονται απ` αυτόν να πετάνε σαν πουλιά. Ετσι αρχίζουν και ψάχνονται, μέχρι την στιγμή που οι θεοί της θάλασσας τους στέλνουν στην Αρμορίκη. Τα "σφηνάκια τους", η μοναδική τους παρηγοριά και συνάμα η διασκέδαση τους. Ο Οβελίξ ξέρει ότι τα μύδια τρώγονται όπως και τα καρύδια, τους Νορμανδούς τους τρώει η... λεπτομέρεια και ο Γιεγιεδίξ ετοιμάζετε να... πετάξει. Οι Ρωμαίοι στον πατροπαράδοτο ρόλο τους, γράφουν την αναφορά τους και ο Κακοφωνίξ βάζει πλώρη για καριέρα στη Λουτετία. Εντάξει, είναι τρελλοί αυτοί οι Ρωμαίοι, αλλά και οι άλλοι νομίζετε ότι πάνε πίσω; SOL LUCET OMNIBUS!