ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, η Έμμα είναι τεσσάρων χρονών. Βγαίνει από το κρεβάτι της και διασχίζει το δωμάτιο με τις πιτζαμούλες της. Όταν απλώνει το χέρι της ανάμεσα από τα κάγκελα, το πράγμα στην κούνια πλησιάζει. Προσπαθεί να τη δαγκώσει, και εκείνη τραβά πίσω το χέρι της αλλά δεν οπισθοχωρεί. Περνάνε όλη τη νύχτα με το να κοιτάζονται στο σκοτάδι. Το πρωί, το πράγμα είναι ακόμη κουρνιασμένο στο στρωματάκι με τα αρνάκια και τα παπάκια, ατενίζοντάς την. Δεν είναι ο αδελφός της. ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]