... Ένιωθε σαν άνθρωπος που ανεβαίνοντας μια σκάλα ετοιμάζεται να πατήσει σ` ένα σκαλί και το πόδι του βρίσκει το κενό. Αυτή η παράξενη, χαριτωμένη γυναίκα, που καθόταν και κουβέντιαζε με τον αδερφό της κοντά στο τζάκι, στα γκρίζα βάθη του αφιλόξενου σπιτιού της -τι είχε να της πει; Φαινόταν τυλιγμένη σ` ένα είδος αλλόκοτης και θεληματικής απομόνωσης· με ποια δικαιολογία είχε τραβήξει εκείνος την κουρτίνα; Για μια στιγμή ένιωθε σα να είχε βουτήξει σε κάτι βαθύ σαν τον ωκεανό, και σα να ήταν αναγκασμένος να παλέψει για να μη βουλιάξει. [...]