Το τραύμα στο χέρι του τον έκαιγε. Όμως δεν τολμούσε να σταματήσει. Το Δάσος είχε τα μάτια του ανοιχτά. Οι σημύδες ψιθύριζαν στο πέρασμά του. Τις παρακάλεσε να μην τον μαρτυρήσουν στην αρκούδα. . . Πριν πεθάνει ο πατέρας του από τα χέρια του δαίμονα με τη μορφή της μεγάλης αρκούδας, απέφευγαν τους άλλους κυνηγούς. Τώρα ο Τόρακ είναι ολομόναχος, πληγωμένος και τρέχει να σωθεί. Μοναδικός του σύμμαχος ένα ορφανό λυκόπουλο. Μοναδική του ελπίδα για επιβίωση όσα του δίδαξε ο πατέρας του για το κυνήγι. Η πείνα δεν είναι ο μόνος εχθρός που πρέπει να αντιμετωπίσει. Ανάμεσα στα έλατα παραμονεύει μια συμφορά τρομερή, που καμιά φατρία δεν μπορεί να συλλάβει. Το φεγγάρι της Κόκκινης Ιτιάς ζυγώνει. Σύντομα ο Τόρακ θα έρθει αντιμέτωπος με έναν εχθρό που τον ακολουθεί αθόρυβα, σαν την ανάσα του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]