Από τότε που για πρώτη φορά η σκέψη μου στράφηκε σε ζητήματα όπως η τρέλα (madness) και τα τρελοκομεία (madhouses) και ιδίως στη φυλάκιση των φρενοβλαβών σε άσυλα για φρενοβλαβείς -πριν πάω στο κολέγιο και πολύ περισσότερο στην ιατρική σχολή- μου φαίνεται ότι ολόκληρο το οικοδόμημα της Ψυχιατρικής στηρίζεται στις εξής λανθασμένες αρχές: τα άτομα που καλούνται `ψυχασθενείς` ή `ψυχιατρικοί ασθενείς` έχουν κάτι που οι άλλοι δεν έχουν -την ψυχιατρική πάθηση (disease)- ενώ τους λείπει κάτι που οι άλλοι έχουν - η ελεύθερη βούληση και η ευθύνη. Με λίγα λόγια, η Ψυχιατρική είναι ένα σπίτι από τραπουλόχαρτα, που κρατιέται όρθιο από τίποτα περισσότερο ή λιγότερο παρά την πίστη των μαζών στην αλήθεια των αρχών της και στην καλή προαίρεση των πρακτικών της. Εάν αυτό αληθεύει, τότε η Ψυχιατρική είναι μια θρησκεία και όχι μια επιστήμη, ένα σύστημα κοινωνικού ελέγχου και όχι ένα σύστημα αντιμετώπισης της αρρώστιας (illness).
Εάν όμως γνώριζα το παραπάνω εδώ και πολύ καιρό, τότε γιατί -συχνά αναρωτιέμαι- ακολούθησα την Ψυχιατρική και την εκπαίδευση στην Ψυχανάλυση; Το έκανα για δύο λόγους: διότι ήθελα να εξασκήσω την Ψυχοθεραπεία και διότι ήθελα να δω εάν μπορούσα να διαμορφώσω με επιτυχία μια κριτική επί των θεμελιωδών αρχών και πρακτικών της Ψυχιατρικής.
Αφότου δημοσίευσα μερικά σκόρπια άρθρα, με προσεκτικά επιλεγμένες φράσεις, στα ιατρικά περιοδικά, το 1961 δημοσίευσα το βιβλίο με τίτλο `The Myth of Mental Illness` (Ο μύθος της ψυχικής αρρώστιας) και τότε εξαπολύθηκαν οι δυνάμεις της κολάσεως. Οι ψυχίατροι υποδέχθηκαν τον ισχυρισμό μου ότι δεν υπάρχει η ψυχική αρρώστια με τον ενθουσιασμό του ιερωμένου που ακούει τον ισχυρισμό ενός συναδέλφου του ότι δεν υπάρχει Θεός και προσέξτε, όχι διότι ο ισχυρισμός είναι ξεκάθαρα λανθασμένος ή διότι αυτοί είναι σίγουροι ότι είναι λανθασμένος, αλλά διότι το άτομο που το διατυπώνει δεν μπορεί, εκ της θέσης του, να πρεσβεύει κάτι τέτοιο, ιδίως εάν είναι αλήθεια. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]