Η γνώση που οφείλεται στην αλματώδη ανάπτυξη της νευροεπιστήμης μας επιτρέπει να προσδοκούμε όχι μόνο νέες αποτελεσματικές διαγνωστικές μεθόδους και θεραπείες για πολλά νοσήματα του νευρικού συστήματος αλλά και μια διαφορετική αντίληψη για τη λειτουργία του εγκεφάλου. Ως συνέπεια των ανωτέρω προβάλλει επιβεβλημένη η επαναδιατύπωση των απόψεών μας για βασικές εγκεφαλικές λειτουργίες, όπως είναι η αντίληψη, η προσοχή και η μνήμη, καθώς και ο επαναπροσδιορισμός εννοιών όπως είναι η ελεύθερη βούληση, η υπαιτιότητα και η συνείδηση. Επιπρόσθετα, με την εφαρμογή των νέων διαγνωστικών και θεραπευτικών προσεγγίσεων είναι δυνατόν να «δούμε» και να αλλάξουμε την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του ανθρώπου και να ενισχύσουμε τεχνητά σε μεγάλο βαθμό φυσιολογικές εγκεφαλικές λειτουργίες. (. . .) Είναι σαφές ότι από την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο ανακύπτουν ηθικά και δεοντολογικά προβλήματα με κοινωνικές, νομικές και ασφαλιστικές επιπτώσεις, που δεν είναι δυνατόν να εξετασθούν ικανοποιητικά χωρίς τη συγκρότηση, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της βιοηθικής, ενός νέου επιστημονικού πεδίου, της νευροηθικής.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]