Είναι η θάλασσα που βάφεται λιλά, το ποτάμι που φεύγει ορμητικό, ο καταπράσινος αμπελώνας που αγκαλιάζει τα λευκά σπιτάκια, όλος ο τόπος, όλος ο κόσμος της Νατάσας, του Θέμη, του Αρίστου. Είναι ο τόπος με το ατέλειωτο τζιτζίκιασμα, το δροσερό θρόισμα των πλατανιών, τα δρομάκια με το κοκκινόχωμα, εκεί όπου βιώνουν τα όνειρά τους, εκεί όπου βιώνουν τον πρώτο έρωτά τους. Και πώς να μην ερωτευτείς δίπλα στο κύμα, κυνηγώντας το ολόγιομο φεγγάρι! Πώς να μην ερωτευτείς δίπλα στο ταξιδιάρικο ορμητικό ποτάμι! Κι ονειρεύεται η Νατάσα. Ερωτεύεται. Θα ακολουθήσει όμως αυτόν που ερωτεύτηκε; Ο ντροπαλός και ευαίσθητος Θέμης, που δε ζει παρά για τη Νατάσα και την κορνέτα του, θα αρνηθεί να παίξει το ρόλο που του επιβάλλουν. Και τότε, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το περιβάλλον του. Ενώ ο τελειόφοιτος της Φιλοσοφικής Αρίστος, σαν αγνός Δον Κιχώτης, οραματίζεται, συγκρούεται. Αλλά και ερωτεύεται. Τη γλυκιά Νατάσα. Άραγε η Νατάσα, ο Θέμης κι ο Αρίστος θα καταφέρουν να σπάσουν το σιδερένιο θώρακα των προκαταλήψεων; Θα καταφέρουν να αγγίξουν το όνειρο, να βρουν την ΕΔΕΜ που αναζητούν; Και πώς;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]