"Θα έλεγε κανείς ότι η κραυγή του Βασίλη έδωσε κάποιο σύνθημα, γιατί όλη η στοά γέμισε απότομα από έναν εκκωφαντικό θόρυβο από χλιμιντρίσματα αλόγων και ουρλιαχτά σκύλων, ανακατεμένα με ένα στριγκό ήχο που θύμιζε πίπιζα. Νιώθαμε τον ορυμαγδό να μας πλησιάζει κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, όλο και πιο πολύ. Τα τρία-τέσσερα λεπτά τα οποία είχαμε κερδίσει στην αρχή, όταν αρχίσαμε να υποχωρούμε πριν ξεσπάσει όλη αυτή η κόλαση που νιώθαμε να μας πλησιάζει από πίσω, άρχισαν να λιγοστεύουν και να εξαντλούνται, όταν τα φανάρια μας φώτισαν τα πέτρινα σκαλιά του δεύτερου πλατύσκαλου... Γύρισα αυτόματα πίσω, ενώ οι πυροβολισμοί που έριχνε ο Βασίλης συνεχίζονταν. Τον είχαν αρπάξει, αλλά σημαδεύοντας ψύχραιμα εξόντωνε έναν-έναν τους πιο κοντινούς του. Μέτρησα έξι πυροβολισμούς και αμέσως τότε άρχισα να πυροβολώ και εγώ, ενώ με το αριστερό μου χέρι κρατούσα το φακό μου και φώτιζα το όλο σκηνικό".